- πολυέλαιος
- Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα ήταν πολύ διαδεδομένοι οι π. σε σχήμα στέμματος ή σταυρού (Βενετία, Άγιος Μάρκος), κατασκευάζονταν όμως και σε σχήματα πιο ελεύθερα, λιγότερο δεμένα με τον θρησκευτικό συμβολισμό. Κατά την Αναγέννηση έγιναν πολύτιμοι και κομψοί, ιδιαίτερα όταν τα υαλουργεία του Μουράνο και της Βοημίας κατασκεύαζαν π. σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων.
Η μετατροπή των μέσων του φωτισμού και η χρησιμοποίηση αεριόφωτος αντί για κεριά δεν επηρέασε ουσιαστικά τα σχήματα των π., άρχισαν όμως να διαδίδονται οι μικροί π. του τοίχου (απλίκες), που ήταν πιο εύχρηστοι και κατάλληλοι να δημιουργήσουν τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα οικειότητας των κατοικιών του 19ου αι.
Άπειρες είναι σήμερα οι μορφές των π., καθοριζόμενες από τις λειτουργικές απαιτήσεις των σύγχρονων επιπλώσεων.
Περίτεχνος χάλκινος ετρουσκικός πολυέλαιος του τελ. 5ου αι. π.Χ. (Κορτόνα, Μουσείο της Ετρούσκικης Ακαδημίας).
Πολυέλαιος του 15ου αιώνα στο ζωγραφικό πίνακα του Γιαν βαν Άυκ «Το ζεύγος Αρνολφίνι» (1434, Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη).
Πολυέλαιος του 18ου αιώνα από γυαλί και κρύσταλλο με πλούσια διακόσμηση. (Στουπίνπζι, Τορίνο, μικρό ανάκτορο)
* * *-η, -ο / πολυέλαιος, -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. πολυέλεος, -η, -ο, Ννεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο πολυέλαιοςα) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην οροφή αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρωνθ) (λειτ.) πολύφωτο (πολυκάνδηλο, ή πολυκήριο) αναρτώμενο στο κέντρο και σε άλλα σημεία τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό τού εσωτερικού τους και ως ένδειξη τιμής και ευλάβειας προς τις ιερές τελετές ή και ως σύμβολο τών αστέρων τού ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η οροφή τού ναού2. φρ. «σιγά τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα είναι ασήμαντο, ανάξιο λόγουμσν.-αρχ.αυτός που παράγει μεγάλη ποσότητα λαδιού, πολύ λάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -έλαιος (< ἔλαιον). Ο τ. πολυέλαιος, ο, με αρχική σημασία «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. πολυέλεος οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό τής λέξης με το πολυέλεος (ύμνος), επειδή οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους τού ναού].
Dictionary of Greek. 2013.